τσυτσύρισμα — και τσιτσύρισμα και τσιτσίρισμα, το, Ν [τσυτσυρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσυτσυρίζω … Dictionary of Greek
βαρυσφάραγος — βαρυσφάραγος, ον (Α) ο βαρυσμάραγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σφάραγος < σφαραγούμαι ( έομαι) «τρίζω, τσυτσυρίζω»] … Dictionary of Greek
σφαραγούμαι — έομαι, Α 1. (για κρέας ή κάτι υγρό που ρίχνεται στη φωτιά) τσυρίζω, τσυτσυρίζω 2. είμαι υπερβολικά γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. δηλωτικός θορύβου που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
τσιρτσιρίζω — Ν βλ. τσυτσυρίζω … Dictionary of Greek
τσιτσυρίζω — Ν βλ. τσυτσυρίζω … Dictionary of Greek
τσουτσούνα — η, Ν τσούνα, πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσούνα, με επανάληψη τής πρώτης συλλαβής (πρβλ. τσυτσυρίζω: τσυρίζω)] … Dictionary of Greek
τσυτσυριστικός — και τσιτσιριστικός, ή, ό, Ν [τσυτσυρίζω] τσυτσυριστός … Dictionary of Greek
τσυτσυριστός — και τσιτσυριστός και τσιτσιριστός, ή, ό, Ν [τσυτσυρίζω] αυτός που τσυτσυρίζει, που παράγει συριστικό ήχο … Dictionary of Greek